ανεξόφλητος

ανεξόφλητος
-η, -ο
αυτός που δεν εξοφλήθηκε, απλήρωτος ή αυτός που δεν ανταποδόθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη γενική συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεξόφλητος — η, ο 1. αυτός που δεν ξοφλήθηκε: Έχει τα χρέη του ανεξόφλητα. 2. εκείνος στον οποίο δεν πλήρωσε κανείς όσα οφείλει: Δεν έπρεπε να αφήσεις τον έμπορο ανεξόφλητο. 3. αυτός που δεν ανταποδόθηκε: Έχω σε σένα ανεξόφλητη μια πολύ μεγάλη χάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδοτος — η, ο (Α ἄδοτος, ον) 1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν πουλήθηκε, απούλητος 2. που δεν πληρώθηκε, απλήρωτος, ανεξόφλητος αρχ. αυτός στον οποίο δεν δόθηκε δώρο, ο χωρίς δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοτός. ΠΑΡ. μσν. ἀδοτί] …   Dictionary of Greek

  • αναπόσβεστος — η, ο (Α ἀναπόσβεστος, ον) [ἀποσβέννυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος 2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος αρχ. αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος …   Dictionary of Greek

  • αξόφλητος — η, ο ανεξόφλητος* …   Dictionary of Greek

  • αξόφλητος — η, ο ανεξόφλητος: Ο λογαριασμός ήταν ακόμη αξόφλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απλήρωτος — απλήρωτος, η, ο και απλέρωτος, η, ο επίρρ. α 1. ανεξόφλητος: Είχε ένα λογαριασμό απλήρωτο. 2. αυτός που δε συμπληρώθηκε: Η θέση του καθηγητή των αγγλικών στη σχολή μας είναι ακόμη απλήρωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”